-
1 κραίνω
1 fulfil, bring to fulfilmentκραίνων ἐφετμὰς Ἡρακλέος προτέρας ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας ἀνὴρ O. 3.11
κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (sc. Ἑρμᾶς) O. 6.81τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε P. 4.175
ὣς ἄρ' εἰπὼν ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9.66
met., ] ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινὶ συνάγεν θρόον ( ἐπετελέσθην Σ: < δείματι> supp. Wil. I have been granted fulfilment) Pae. 9.34 -
2 ἐφ-ετμή
ἐφ-ετμή, ἡ (ἐφίημι), Auftrag, Befehl, Ermahnung, bes. von den Göttern u. Eltern, μητρός Il. 18, 216, ἐκραίαινεν ἐφετμὰς Φοίβου Απόλλωνος 5, 508; ϑεῶν Pind. P. 2, 21; Ἡρακλέος ἐφετμὰς κραίνω Ol. 3, 11, u. oft, immer im plur.; ϑεοῦ σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους Aesch. Ch. 298; Eum. 232 u. öfter; Eur. I. A. 634 u. sp. D., wie Coluth. 98; aber auch Θέτις δ' οὐ λήϑετ' ἐφετμῶν παιδὸς ἑοῦ, Il. 1, 495, woran sich Pind. I. 5, 18 Μοίρας προςεννέπω ἕσπεσϑαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς schließt, dem Flehen, Gebete des Freundes Folge geben.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий